- ζῳδιακά
- ζῳδιακόςofneut nom/voc/acc plζῳδιακά̱ , ζῳδιακόςoffem nom/voc/acc dualζῳδιακά̱ , ζῳδιακόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζῳδιακάς — ζῳδιακά̱ς , ζῳδιακός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωδιακοί αστερισμοί — (Αστρον.). Οι δώδεκα αστερισμοί που περιλαμβάνονται στον ζωδιακό κύκλο (βλ. λ.). Τα 12 ίσα μέρη (30° το καθένα) στα οποία χωρίζεται ο ζωδιακός κύκλος, αποκαλούνται ζωδιακά σημεία. Τα σύμβολα με τα οποία εικονίζονται οι 12 αστερισμοί λέγονται… … Dictionary of Greek
ζωδιακός κύκλος — (Αστρον.). Ζώνη της ουράνιας σφαίρας, πλάτους 18° (9° από κάθε πλευρά της εκλειπτικής,) στην οποία περιλαμβάνονται οι δώδεκα ζωδιακοί αστερισμοί. Προς το κέντρο της ζώνης αυτής ο Ήλιος διαγράφει τη φαινομενική του κίνηση και μέσα σε αυτήν… … Dictionary of Greek
καταφορά — ἡ (AM καταφορά) [καταφέρω] η προς τα κάτω φορά, η καταβίβαση, το κατέβασμα νεοελλ. ιατρ. κατάσταση βαθιάς νάρκης μεταξύ ληθάργου και κώματος, ληθαργική προσβολή νεοελλ. μσν. έντονη έκφραση δυσμένειας, κατάκριση, αποδοκιμασία, δυσμενής κριτική,… … Dictionary of Greek
συζυγία — η, ΝΜΑ [σύζυγος] 1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη 2. συζυγικός δεσμός νεοελλ. 1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση 2 … Dictionary of Greek